κατακομματιάζω — κατακομματιάζω, κατακομμάτιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατακομματιάζω — 1. κόβω σε μικρά κομμάτια 2. κατασυντρίβω … Dictionary of Greek
προκατακόπτω — Α 1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων 2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»] … Dictionary of Greek
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
καταβρύκω — (Α) κατακομματιάζω, κατατρώγω («δουρὶ φονευσάμενος ἄρτι καταβρύκοντα τὸν... μόσχον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
κατακερματίζω — (ΑΜ κατακερματίζω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω, τεμαχίζω νεοελλ. θρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα αρχ. 1. μεταβάλλω σε μικρά νομίσματα 2. φθείρω, κατατρίβω 3. (για λόγο) διαιρούμαι σε ερωτήσεις και αποκρίσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) … Dictionary of Greek
κατακνίζω — (Α) 1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω 2. ξύνω δυνατά 3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.) 4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.) 5. παθ. κατακνίζομαι είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κατακομμάτιασμα — το [κατακομματιάζω] 1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα 2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός … Dictionary of Greek
κατακουρελιάζω — 1. κάνω κάτι κουρέλι, κατακομματιάζω 2. εξευτελίζω … Dictionary of Greek